μεγαλορρημοσύνη

μεγαλορρημοσύνη

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "μεγαλορρημοσύνη" в других словарях:

  • μεγαλορρημοσύνη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλορρημοσύνῃ — μεγαλορρημοσύνη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλορρημοσύνη — η (Α μεγαλορρημοσύνη) [μεγαλορρήμων] κομπορρημοσύνη, καυχησιολογία …   Dictionary of Greek

  • μεγαλορρημοσύνη — η καυχησιολογία, έπαρση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεγαλορρημοσύνην — μεγαλορρημοσύνη fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλορρημοσύνης — μεγαλορρημοσύνη fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -σύνη — παραγωγική κατάλ. αφηρημένων ουσ. όλων τών περιόδων τής ελλην. γλώσσας. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα μιας ΙΕ ρίζας στην οποία ανάγονται επίσης τα: αρχ. ινδ. tvanam, αβεστ. θwanәm. Αρχικά, τα θηλ. ον. σε σύνη… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλορρημονία — μεγαλορρημονία, ἡ (Α) [μεγαλορρήμων] μεγαλορρημοσύνη …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοστομία — η (Α μεγαλοστομία) [μεγαλόστομος] μεγαλορρημοσύνη νεοελλ. 1. το να έχει κάποιος μεγάλο στόμα 2. το πομπώδες ύφος τού λόγου, κομπορρημοσύνη …   Dictionary of Greek

  • υπέρφασις — άσεως, ἡ, Α [ὑπερφαίνω, ομαι] (κατά τον Ησύχ.) «ὑπερηφανία, μεγαλορρημοσύνη» …   Dictionary of Greek

  • ՄԵԾԱԲԱՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0234 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c գ. μεγαλορρημοσύνη magniloquentia μεγαληγορία magnificentia orationis sive verborum, jactantia. Մեծաբանելն. մեծախօսութիւն. յոյխորտ՝ խրոխտ եւ սնապարծ բան. *Մի՛ ելցէ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»