μεγαλορρημοσύνη
Смотреть что такое "μεγαλορρημοσύνη" в других словарях:
μεγαλορρημοσύνη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλορρημοσύνῃ — μεγαλορρημοσύνη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλορρημοσύνη — η (Α μεγαλορρημοσύνη) [μεγαλορρήμων] κομπορρημοσύνη, καυχησιολογία … Dictionary of Greek
μεγαλορρημοσύνη — η καυχησιολογία, έπαρση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεγαλορρημοσύνην — μεγαλορρημοσύνη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλορρημοσύνης — μεγαλορρημοσύνη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-σύνη — παραγωγική κατάλ. αφηρημένων ουσ. όλων τών περιόδων τής ελλην. γλώσσας. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα μιας ΙΕ ρίζας στην οποία ανάγονται επίσης τα: αρχ. ινδ. tvanam, αβεστ. θwanәm. Αρχικά, τα θηλ. ον. σε σύνη… … Dictionary of Greek
μεγαλορρημονία — μεγαλορρημονία, ἡ (Α) [μεγαλορρήμων] μεγαλορρημοσύνη … Dictionary of Greek
μεγαλοστομία — η (Α μεγαλοστομία) [μεγαλόστομος] μεγαλορρημοσύνη νεοελλ. 1. το να έχει κάποιος μεγάλο στόμα 2. το πομπώδες ύφος τού λόγου, κομπορρημοσύνη … Dictionary of Greek
υπέρφασις — άσεως, ἡ, Α [ὑπερφαίνω, ομαι] (κατά τον Ησύχ.) «ὑπερηφανία, μεγαλορρημοσύνη» … Dictionary of Greek
ՄԵԾԱԲԱՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0234 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c գ. μεγαλορρημοσύνη magniloquentia μεγαληγορία magnificentia orationis sive verborum, jactantia. Մեծաբանելն. մեծախօսութիւն. յոյխորտ՝ խրոխտ եւ սնապարծ բան. *Մի՛ ելցէ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)